Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

(τι ἐκ τοῦ λάρυγγος

См. также в других словарях:

  • λαρύζει — (Α) [λάρυγξ] (κατά τον Ησύχ.) «βοᾷ ἀπὸ τοῡ λάρυγγος» …   Dictionary of Greek

  • λάρυγγας — Κοίλο σωληνοειδές όργανο. Στα θηλαστικά παρεμβάλλεται μεταξύ φάρυγγα και τραχείας και, μεταξύ άλλων, είναι υπεύθυνο για την παραγωγή της φωνής. Ο λ. έχει σκελετό που αποτελείται από εννέα χόνδρους: ο μεγαλύτερος είναι ο θυρεοειδής χόνδρος, που… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»